- μοντέλο
- τό1) модель;
ζωντανό μοντέλο — натурщи|к, -ца;
2) прям. , перен. образец;νέα μοντέλα — новые образцы;
παρ' τον γιά μοντέλο — возьми его за. образец
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζωντανό μοντέλο — натурщи|к, -ца;
νέα μοντέλα — новые образцы;
παρ' τον γιά μοντέλο — возьми его за. образец
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μοντέλο — το (λ. ιταλ.) 1. πρόσωπο ή πράγμα που χρησιμοποιεί καλλιτέχνης ως πρότυπο: Είχε ωραίο σώμα και δούλευε ως μοντέλο ενός γλύπτη. 2. είδος νεωτερισμού που χρησιμοποιείται ως υπόδειγμα για την κατασκευή άλλων όμοιων με αυτό, σχέδιο: Αντέγραψε ένα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μοντέλο — το 1. πρόσωπο ή πράγμα το οποίο χρησιμοποιεί ως πρότυπο, ως υπόδειγμα, ένας καλλιτέχνης, κυρίως ζωγράφος ή γλύπτης 2. είδος νεωτερισμού (κυρίως φόρεμα ή καπέλο ή υπόδημα, που κατασκευάζεται για να εκτεθεί και να χρησιμεύσει ως υπόδειγμα 3. καθετί … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek
Kostas Sfikas — Kostas Sfikas, né à Athènes (Grèce), en 1927, et mort dans cette même ville, le 25 mai 2009, est un acteur, metteur en scène et scénariste grec. Sommaire 1 Biographie 2 Récompenses 3 Filmographie … Wikipédia en Français
αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… … Dictionary of Greek
αμάξωμα — Μέρος του οχήματος που καλύπτει, συνδέει και προφυλάσσει τον μηχανισμό του και επιπλέον στεγάζει τους επιβάτες και το φορτίο. Η καθιερωμένη τεχνική προβλέπει α. με μόνο προορισμό την κάλυψη, προσαρμοσμένα σε πλαίσια, ενώ πολυάριθμες σύγχρονες… … Dictionary of Greek
Μακ Φάντεν, Ντάνιελ — (Daniel McFadden, Βόρεια Καρολίνα 1937 –). Αμερικανός οικονομολόγος και πανεπιστημιακός. Αποφοίτησε από τη σχολή φυσικής του πανεπιστημίου της Μινεσότα, έχοντας στο ενεργητικό του την κατασκευή ενός τηλεσκοπίου ακτίνων Χ. Συνέχισε για… … Dictionary of Greek
Modelo (film) — Modelo Données clés Titre original grec moderne : To μοντέλο Réalisation Kostas Sfikas Scénario Kostas Sfikas Sociétés de production Giorgos Papalios Anna Sfika Synchronos kinimatografos … Wikipédia en Français
Κούπμανς, Τζάλινγκ — (Tjalling Koopmans, Γκρέιβλαντ 1910 – Νιου Χέιβεν, Κονέκτικατ 1985). Ολλανδός μαθηματικός και πανεπιστημιακός. Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο της Ουτρέχτης και, ενώ αρχικά στράφηκε προς τη θεωρητική φυσική, η εμφάνιση ενός νέου κλάδου των… … Dictionary of Greek
Μέρτον, Ρόμπερτ — (Robert Merton, Νέα Υόρκη 1944 –). Αμερικανός μαθηματικός και οικονομολόγος. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, το 1967 έλαβε διδακτορικό τίτλο στα εφαρμοσμένα μαθηματικά από το Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Καλιφόρνια (CalTech), ενώ συνέχισε… … Dictionary of Greek